καταπρίζειν — καταπρίω saw up pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρίζοντες — καταπρίω saw up pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπρισμένον — καταπεπρῑσμένον , καταπρίω saw up perf part mp masc acc sg καταπεπρῑσμένον , καταπρίω saw up perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρίει — καταπρί̱ει , καταπρίω saw up pres ind mp 2nd sg καταπρί̱ει , καταπρίω saw up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρίσῃ — καταπρί̱σῃ , καταπρίω saw up aor subj mid 2nd sg καταπρί̱σῃ , καταπρίω saw up aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάπριστος — κατάπριστος, ον (Α) [καταπρίω] καταπριονισμένος, αυτός που έχει στο σώμα πολλούς πριονισμούς, δηλ. πληγές από δαγκώματα … Dictionary of Greek
καταπρισθεῖσα — καταπρῑσθεῖσα , καταπρίω saw up aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρισθῆναι — καταπρῑσθῆναι , καταπρίω saw up aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρίσαντες — καταπρί̱σαντες , καταπρίω saw up aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπρίσας — καταπρί̱σᾱς , καταπρίω saw up aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)